- κεγχρίτης
- κεγχρίτης, ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, -ίτιδος (Α)1. όμοιος με σπόρο κεχριού2. το φίδι κεγχρίας*3. το πτηνό κεγχρίς*4. ονομασία λίθου, τού οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με κεχρί κατά την τριβή5. φρ. «κεγχρῑτις ἰσχάς» — σύκο ξερό με πολλούς σπόρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ίτης (πρβλ. γαλακτ-ίτης, νεφρ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.